προσεπιλαμβάνω

προσεπιλαμβάνω
Α [ἐπιλαμβάνω]
1. περιλαμβάνω, δένω κάτι με κάτι άλλο («προσεπιλαμβάνω ταινίῃ τὸν βραχίονα περὶ τὶ στῆθος περιδέοντα», Ιπποκρ.)
2. λαμβάνω, απαιτώ κάτι περισσότερο
3. καταλαμβάνω επί πλέον («ἀπὸ δὲ τῶν δύσεων λίμνῃ προσεπιλαμβανούσῃ καὶ τοῡ πρὸς ἄρκτον μέρους», Πολ.)
4. αναλαμβάνω επιπροσθέτως («ἅμα καὶ τὴν ἐποπτείαν τοῡ Δημητρίου προσεπιλαβόντος», Πλούτ.)
5. σφετερίζομαι
6. επεκτείνω, μεγαλώνω
7. αρπάζω
8. προσβάλλω, επιτίθεμαι επί πλέον
9. αναφέρω επί πλέον
10. παίρνω μέρος σε ένα έργο
11. μτφ. βοηθώ σε κάτι επί πλέον («Κροτωνιῆται δὲ οὐδένα σφίσι φασὶ ξεῑνον προσεπιλαβέσθαι τοῡ πρὸς Συβαρίτας πολέμου», Ηρόδ.)
12. μέσ. προσεπιλαμβάνομαι
παίρνω ένα μέρος από ένα σύνολο («προσεπελάβετο δὲ καὶ τῶν ἐν τῇ μεσογείῳ... πόλεων τὰς πλείστας», Διόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”